ομοιοπαθητικός

ομοιοπαθητικός
-ή, -ό, θηλ. ως ουσ. και -ός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή
2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική
θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε τοξικές δόσεις, θα προκαλούσαν σε ένα υγιές άτομο συμπτώματα όμοια με τα συμπτώματα τής αντίστοιχης νόσου
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομοιοπαθητικός
γιατρός ειδικός στην ομοιοπαθητική.
επίρρ...
ομοιοπαθητικώς και -ά
σύμφωνα με τις απόψεις τής ομοιοπαθητικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοιοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Στ. Καραθεοδωρή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομοιοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομοιοπαθή ή στην ομοιοπάθεια. 2. (ουσ.) ομοιοπαθητική, η ιατρική θεραπευτική μέθοδος με φάρμακα που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με την ασθένεια που καταπολεμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”